- προάγοντας
- προάγοντας , προάγωlead forwardpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
варѧти — ВАРѦ|ТИ (50), Ю, ѤТЬ гл. 1.Опережать, предвосхищать, предвещать; предвидеть: Не осоужѩите да не осоужени боудеть. чьто бо рече прѣже врѣмене въсхыщаѥши соуди˫а. чьто варѩшi д҃не оного страшьнааго. Изб 1076, 98; ѡ(т)соудоу паче дьрзновениѥ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εξευγενίζω — (AM ἐξευγενίζω) [ευγενίζω] καθιστώ κάποιον ευγενή προάγοντας τον πνευματικά και ηθικά («η μουσική εξευγενίζει τα ήθη») νεοελλ. βελτιώνω ζωικό ή φυτικό είδος με επιστημονικές μεθόδους («τα φυτά εξευγενίζονται με την καλλιέργεια») αρχ. παράγω… … Dictionary of Greek
νηπιαγωγείο — Ειδικό εκπαιδευτήριο, στο oποίο ασκείται η αγωγή των νηπίων. Η φοίτηση στο ν. αρχίζει συνήθως από το τρίτο έτος της ηλικίας και τελειώνει όταν το παιδί φτάσει στην καθορισμένη για το δημοτικό σχολείο ηλικία. Το ν. αποτελεί σημαντικό σταθμό της… … Dictionary of Greek